- προσυμμίσγω
- Ααναμιγνύω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συμμίσγω, άλλος τ. του συμμ(ε)ίγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυμμίσγοντες — προσυμμίσγω intermix first pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
προσυμμίξας — προσυμμί̱ξᾱς , προσυμμίσγω intermix first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)